μεζούρα

μεζούρα
centimètre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μεζούρα — η 1. μέτρο που χρησιμοποιούν στη ραπτική 2. μικρό δοχείο για τη μέτρηση στερεών και υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misura] …   Dictionary of Greek

  • μεζούρα — η (λ. ιταλ.), το μέτρο με το οποίο μετρούν το μήκος, το φάρδος κτλ. κυρίως στα υφάσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουζούρι — το παλαιότερη μονάδα για την μέτρηση κυρίως δημητριακών ή άλλων καρπών και δευτερευόντως ασβέστη και λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misura, «μεζούρα, μέτρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”